εδροδιαστολέας

εδροδιαστολέας
ο (AM ἑδροδιαστολεύς)
χειρουργικό εργαλείο για τη διαστολή τής έδρας, τού πρωκτού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κάτοπτρο — Κάθε επιφάνεια που ανακλά κανονικά (δηλαδή σύμφωνα με τον νόμο της ανάκλασης) τις φωτεινές ακτίνες. Την ιδέα του κ. επινόησε πιθανότατα ο άνθρωπος, όταν παρατήρησε το είδωλό του να ανακλάται στην επιφάνεια του ήρεμου νερού· για να υλοποιήσει όμως …   Dictionary of Greek

  • κατοπτήρ — κατοπτήρ, ῆρος, ὁ (Α) 1. κατάσκοπος, ανιχνευτής («σκοποὺς δὲ κἀγὼ καὶ κατοπτῆρας στρατοῡ ἔπεμψα», Αισχύλ.) 2. το χειρουργικό εργαλείο εδροδιαστολέας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οπτήρ (< ὀπτήρ < θ. οπ τού ὄπωπα «βλέπω»), πρβλ. δι οπτήρ, επ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”